Dictionary of Greek. 2013.
κατερειπώνω — (AM κατερειπῶ, όω και κατεριπῶ, όω) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω («ο σεισμός κατερείπωσε πολλά σπίτια») … Dictionary of Greek